μουλιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
μουλιάζω κατά Ανδριώτη από το └ιταλ┘molliare• κατ’ άλλους από το └ιταλ┘ammollare (= μαλακώνω κάτι βουτώντας το στο νερό)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μουλιάζω
✦ βυθίζω κάτι στο νερό και το αφήνω να μαλακώσει και να καθαρίσει, διαβρέχω, μουσκεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–