μορφωμένος


μορφωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
μορφωμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος μορφώνω

Ερμηνεία
μορφωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ο εγγράμματος, που έχει σπουδάσει τέχνη ή επιστήμη
✦ ο πνευματικά και ηθικά καλλιεργημένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αμόρφωτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.