μονότονος
Προφορά
Ετυμολογία
μονότονος μεταγενέστερη ελληνική μονότονος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μονότονος -η, -ο
✦ που έχει διαρκώς ένα και μόνο τόνο, ο χωρίς ηχητική ποικιλία
✦ (μτφ. ) ανιαρός, πληκτικός: την μια μονότονην ημέραν άλλη μονότονη απαράλλακτη ακολουθεί (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μονότονα (Κ μονοτόνως)