μονός


μονός
Προφορά

Ετυμολογία
μονός αρχαία ελληνική μόνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονός -ή, -ό

✦ ο αποτελούμενος από ένα μόνο στοιχείο, απλός
✦ (για αριθμούς) ο μη διαιρούμενος διά του 2, περιττός
✦ φρ. μονά ζυγά, είδος παιχνιδιού κατά το οποίο ο παίκτης οφείλει να βρει αν ο αριθμός των αντικειμένων που κρύβει ο συμπαίκτης του στην παλάμη του, είναι άρτιος ή περιττός – τα θέλει μονά ζυγά δικά του, θέλει να επικρατεί πάντοτε, θέλει να είναι πάντοτε ο νικητής

Συνώνυμα

Αντίθετα
διπλός ,ζυγός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.