μονοπώλιο
Προφορά
Ετυμολογία
μονοπώλιο μεταγενέστερη ελληνική μονοπώλιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μονοπώλιο
✦ το δικαίωμα αποκλειστικής πώλησης εμπορεύματος από ένα μόνο οργανισμό (εταιρεία, κράτος κτλ.)
✦ η υπηρεσία που διαχειρίζεται μονοπωλιακά είδη ή το κατάστημα όπου πουλιούνται
✦ (μτφ. ) αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστική χρήση ή κατοχή ορισμένης ιδιότητας: νομίζει πως έχει το μονοπώλιο της εξυπνάδας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–