μονοπάτι


μονοπάτι
Προφορά

Ετυμολογία
μονοπάτι μεσαιωνική ελληνική μονοπάτιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μονοπάτι

✦ στενό δρομάκι όπου μπορεί να βαδίζει ένας μόνο άνθρωπος ή ζώο, ατραπός: το μονοπάτι μ’ έβγαλε σε μια ψηλή ραχούλα (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.