μοναχικός


μοναχικός
Προφορά

Ετυμολογία
μοναχικός μεταγενέστερη ελληνική μοναχικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μοναχικός -ή, -ό

✦ μόνος, μεμονωμένος
✦ (για πρόσ.) αυτός που επιδιώκει να ζει μόνος, που του αρέσει η μοναξιά
✦ που ανήκει σε ένα μονάχα
✦ ο των μοναχών, καλογερικός, καλογερίστικος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.