μοναδικός


μοναδικός
Προφορά

Ετυμολογία
μοναδικός αρχαία ελληνική μοναδικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μοναδικός -ή, -ό

✦ ο μόνος στο είδος του, ένας και μόνος, αποκλειστικός: είναι ο μοναδικός γιατρός στο χωριό
✦ απαράμιλλος, ασύγκριτος, που δεν έχει το ταίρι του: μοναδικός μάστορης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
μοναδικά (Κ μοναδικώς):ο Καβάφης είναι ένας μοναδικά ιδιότυπος ποιητής (Κ. Βάρναλης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.