μοιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
μοιάζω μεσαιωνική ελληνική μοιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μοιάζω
✦ έχω τα χαρακτηριστικά ή τον χαρακτήρα κάποιου: μοιάζει σε όλα με τον μακαρίτη τον πατέρα του – τόσο πολύ μας ενοχλούν οι άνθρωποι που δε μας μοιάζουν (Γ. Σεφέρης)
✦ (απρόσ.) μοιάζει, αρμόζει, ταιριάζει
✦ φρ. δε σου μοιάζω, δεν έχω τις συνήθειές σου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–