μοίρα


μοίρα
Προφορά

Ετυμολογία
μοίρα αρχαία ελληνική μοῖρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μοίρα

✦ μέρος ενός συνόλου, τεμάχιο, κομμάτι
✦ μερίδιο, μερτικό
✦ τμήμα στόλου ή στρατού
✦ (μαθημ.) μονάδα μετρήσεως των τόξων και των γωνιών, ίση με το 1/360 της περιφέρειας του κύκλου
✦ η τύχη, το πεπρωμένο: Ας μη μου δώσει η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον (Α. Κάλβος) – της μοίρας τα γραμμένα κανείς δεν δύναται να τα ξεγράψει (Διδώ Σωτηρίου)
✦ φρ. δεν έχει στον ήλιο μοίρα, είναι πολύ δυστυχισμένος: δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, έχει πλήρη άγνοια – είναι της μοίρας μου, είναι γραφτό μου, δεν μπορώ να ξεφύγ σε ίση μοίρα κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω κάποιον ή θεωρώ κάτι ισάξιο με κάποιον ή κάτι άλλο

Συνώνυμα
ριζικό, γραφτό
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.