μνημείο
Προφορά
Ετυμολογία
μνημείο αρχαία ελληνική μνημεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μνημείο
✦ μνήμα, τάφος
✦ αρχιτεκτονικό ή γλυπτό έργο προς τιμή και ανάμνηση προσώπου ή γεγονότος
✦ σημαντικό έργο τέχνης ή λόγου περασμένης εποχής
✦ (ειρων.) χαρακτηριστικό δείγμα: η αγόρευσή του ήταν μνημείο ασάφειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–