μνήμα
Προφορά
Ετυμολογία
μνήμα αρχαία ελληνική μνῆμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μνήμα
✦ κτίσμα για τιμή ή ανάμνηση νεκρού ή νεκρών, τάφος: το φως του λαμπροτάτου αποσπερίτη στα επιτύμβια κλαδιά λαμποκοπάει, στο ένα λαμποκοπάει και στ’ άλλο μνήμα (Διον. Σολωμός)
✦ πληθ. τα μνήματα, το νεκροταφείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–