μισαλλόδοξος


μισαλλόδοξος
Προφορά

Ετυμολογία
μισαλλόδοξος μισώ + αλλόδοξος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μισαλλόδοξος -η, -ο

✦ ο κατεχόμενος από μισαλλοδοξία: στενοκέφαλοι και φανατικοί, μισαλλόδοξοι στο έπακρο κι έτοιμοι… να κάνουν φόνο για ν’ απαλλάξουν την πλάση από έναν άπιστο (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.