μιλώ


μιλώ
Προφορά

Ετυμολογία
μιλώ μεσαιωνική ελληνική μιλῶ

Ερμηνεία
ρήμα μιλώ -άς, -ά

✦ λαλώ
✦ απευθύνω το λόγο σε κάποιον ή συζητώ με κάποιον
✦ εκφωνώ λόγο
✦ εκφράζω τη γνώμη μου
(μτφ. ) δείχνω, φανερώνω κάτι
✦ (μέσ.) μιλιέμαι, έχω φιλικές σχέσεις, οικειότητα
✦ ακούω με ευμένεια, επηρεάζομαι από λόγια: ο νέος υπουργός δε μιλιέται
✦ μτχ. παθητ. πρκμ. μιλημένος (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.