μικρόβιο


μικρόβιο
Προφορά

Ετυμολογία
μικρόβιο └γαλλ┘ microbe

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μικρόβιο

✦ μονοκύτταρος κατώτατος ζωικός ή φυτικός οργανισμός, συνήθως παθογόνος, ορατός μόνο με το μικροσκόπιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.