μικροσκόπιο


μικροσκόπιο
Προφορά

Ετυμολογία
μικροσκόπιο └γαλλ┘ microscope

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μικροσκόπιο

✦ οπτικό όργανο αποτελούμενο από πολλούς φακούς, για την εξέταση αντικειμένων που δεν είναι ορατά με γυμνό οφθαλμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.