μικρογραφία
Προφορά
Ετυμολογία
μικρογραφία μεσαιωνική ελληνική μικρογραφία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μικρογραφία
✦ εικόνα πολύ μικρών διαστάσεων, μινιατούρα
✦ αντικείμενο τέχνης μικρών διαστάσεων
✦ φρ. σε μικρογραφία, σε μικρότερη κλίμακα
✦ γραφή με μικροσκοπικά γράμματα
✦ φωτογράφηση ή έρευνα με το μικροσκόπιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–