μηχανισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μηχανισμός μηχανή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μηχανισμός
✦ κατάλληλος συνδυασμός οργάνων για παραγωγή ενέργειας οποιασδήποτε μορφής
✦ (μτφ. ) ο τρόπος της συγκρότησης ή λειτουργίας ενός οργανισμού
✦ (ψυχολ.) σύνολο ασυνείδητων, οργανωμένων ψυχικών ενεργειών που διέπουν τη συμπεριφορά ή τις αντιδράσεις κάποιου: μηχανισμοί άμυνας, απώθησης, προβολής κτλ.
✦ οι βασικές ψυχικές διαδικασίες που εμπεριέχονται, ή είναι αντίδραση, σε ενέργειες ή φαινόμενα: προσπαθούσε να εξηγήσει τον περίπλοκο μηχανισμό των συναισθημάτων που κεντρίζει ο έρωτας (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–