μηχανή


μηχανή
Προφορά

Ετυμολογία
μηχανή αρχαία ελληνική μηχανή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μηχανή

✦ σύνθετο εργαλείο που επιτρέπει την αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση της ανθρώπινης δύναμης
✦ τεχνική επινόηση
✦ κάθε συσκευή με την οποία κατορθώνεται η μετατροπή ενέργειας σε άλλη ευχρηστότερη ή αποδοτικότερη
(μτφ. ) η κρατική μηχανή, το σύνολο των κρατικών υπηρεσιών
(μτφ. ) άνθρωπος που ενεργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις ή θελήσεις άλλου
✦ τέχνασμα, σκευωρία, απάτη: φρ. του στήσανε μηχανή
✦ μηχανικό μέσο στο αρχαίο θέατρο, με το οποίο οι ηθοποιοί υποκρινόμενοι τους θεούς ή τους ήρωες εμφανίζονταν μετέωροι πάνω από τη σκηνή για να δώσουν λύση στο δράμα: φρ. από μηχανής θεός, απρόοπτο γεγονός ή πρόσωπο που απρόοπτα εμφανίζεται δίνοντας ευνοϊκή λύση σε περίπλοκη κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.