μητρώο


μητρώο
Προφορά

Ετυμολογία
μητρώο αρχαία ελληνική μητρῷον (ενν. ἱερόν), └ουδ┘ του επιθέτου μητρῷος (= ναός της Ρέας στην αρχαία ελληνική Αθήνα, όπου φυλάσσονταν οι κατάλογοι των πολιτών)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μητρώο

✦ βιβλίο όπου αναγράφονται τα ονόματα προσώπων καθώς και στοιχεία βεβαιωτικά της ταυτότητάς τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.