μητρικός
Προφορά
Ετυμολογία
μητρικός αρχαία ελληνική μητρικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μητρικός -ή, -ό
✦ ο της μητέρας: μητρική στοργή – μητρικό γάλα
✦ πληθ. ουδ. τα μητρικά ως ουσ., οι παθήσεις της μήτρας
✦ ο της μήτρας: μητρικός κόλπος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μητρικά (Κ μητρικώς).