μηνιαίος
Προφορά
Ετυμολογία
μηνιαίος αρχαία ελληνική μηνιαῖος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μηνιαίος -α, -ο
✦ που εμφανίζεται ή γίνεται κάθε μήνα
✦ που αντιστοιχεί σ’ ένα μήνα ή διαρκεί ένα μήνα
✦ το ουδ. το μηνιαίο(ν) ως ουσ., ο μισθός κάθε μήνα, το μηνιάτικο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–