μηδέν
Προφορά
Ετυμολογία
μηδέν αρχαία ελληνική μηδέν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μηδέν
✦ η ανυπαρξία, το τίποτα
✦ ό,τι δεν έχει καμία αξία
✦ (μαθημ.) το αριθμητικό σύμβολο 0
✦ ο κατώτατος βαθμός που δηλώνει έλλειψη κάθε ικανότητας, κουλούρα
✦ το σημείο που λαμβάνεται ως αφετηρία οποιασδήποτε μετρήσεως ή εκτιμήσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–