μετρώ


μετρώ
Προφορά

Ετυμολογία
μετρώ αρχαία ελληνική μετρέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα μετρώ -άς, -ά

✦ προσδιορίζω τις διαστάσεις ή την ένταση, την αξία κτλ. με βάση ορισμένο μέτρο
✦ με αρίθμηση, εξακριβώνω το πλήθος ομοειδών ή ετεροειδών πραγμάτων, απαριθμώ
✦ εκφωνώ κατά σειρά τα ονόματα των αριθμών
✦ καταβάλλω χρήματα, πληρώνω
(μτφ. ) αναμετρώ με το βλέμμα
✦ αναλογίζομαι, λογαριάζω
✦ (μέσ.) μετριέμαι κ. -ούμαι, συγκρίνομαι με κάποιον ως προς τη δύναμη ή την αξία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.