μετριοπάθεια


μετριοπάθεια
Προφορά

Ετυμολογία
μετριοπάθεια μεταγενέστερη ελληνική μετριοπάθεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μετριοπάθεια

✦ συγκράτηση του πάθους, συμβιβαστικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα
αδιαλλαξία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.