μεταβολισμός


μεταβολισμός
Προφορά

Ετυμολογία
μεταβολισμός μεταβάλλω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μεταβολισμός

(βιολ.) εναλλαγή της ύλης, το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που συντελούνται σ’ έναν οργανισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.