μετάξι


μετάξι
Προφορά

Ετυμολογία
μετάξι μεταγενέστερη ελληνική μετάξιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού μέταξα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μετάξι

✦ κλωστική ύλη που εκκρίνεται από τους μεταξοσκώληκες
✦ το νήμα που κατασκευάζεται από την ύλη αυτή
✦ το ύφασμα από την ίδια ύλη, το μεταξωτό: ω, τα κρουστά πώς ανασήκωνες μετάξια απάνω από το πόδι το γραμμένο (Μ. Μαλακάσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.