μελετώ
Προφορά
Ετυμολογία
μελετώ αρχαία ελληνική μελετάω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μελετώ -άς, -ά
✦ προσπαθώ να κατανοήσω ή να μάθω κάτι με ανάγνωση ή άσκηση
✦ ερευνώ επιστημονικά
✦ εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια
✦ σκέφτομαι, σκοπεύω να κάνω κάτι
✦ αναφέρω κάποιον με τ’ όνομά του, μνημονεύω
✦ φέρνω στο νου μου, αναλογίζομαι
✦ μτχ. παθ. πρκμ. μελετημένος, -η, -ο ως ουσ. κ. επίθ., ο καλά προετοιμασμένος: μελετημένος μαθητής – μελετημένη δουλειά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–