μεθυσμένος
Προφορά
Ετυμολογία
μεθυσμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος μεθώ
Ερμηνεία
μεθυσμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. θολωμένος από υπερβολική χρήση οινοπνεύματος: πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός (Κ. Βάρναλης)
✦ ο κατεχόμενος από αίσθημα ευδαιμονίας: μεθυσμένος από δόξα – από ηδονή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–