μεθοδικός


μεθοδικός
Προφορά

Ετυμολογία
μεθοδικός αρχαία ελληνική μεθοδικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μεθοδικός -ή, -ό

✦ που ενεργεί με μέθοδο
✦ που γίνεται με μέθοδο, συστηματικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
αμέθοδος
Επιρρήματα
μεθοδικά (Κ μεθοδικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.