μεγαλώνω


μεγαλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
μεγαλώνω μεσαιωνική ελληνική μεγαλώνω

Ερμηνεία
ρήμα μεγαλώνω

✦ κάνω κάτι μεγάλο ή μεγαλύτερο από όσο είναι, μεγεθύνω, επαυξάνω
✦ ανατρέφω
✦ μεγαλοποιώ, υπερβάλλω
✦ (αμτβ.) γίνομαι μεγαλύτερος
✦ ενηλικιώνομαι
✦ προάγομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα
μικραίνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.