μεγαλοφυΐα
Προφορά
Ετυμολογία
μεγαλοφυΐα μεταγενέστερη ελληνική μεγαλοφυΐα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μεγαλοφυΐα
✦ μεγάλη διάνοια, εξαιρετικό πνεύμα
✦ (ειδ.) η φυσική ικανότητα δημιουργίας πρωτότυπων και υψηλής συλλήψεως έργων
Συνώνυμα
δαιμόνιο
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–