μεγέθυνση


μεγέθυνση
Προφορά

Ετυμολογία
μεγέθυνση μεγεθύνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μεγέθυνση

✦ αύξηση του μεγέθους, μεγάλωμα
✦ ό,τι προέκυψε από την αύξηση του μεγέθους

Συνώνυμα

Αντίθετα
βράχυνση, σμίκρυνση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.