μαύρος


μαύρος
Προφορά

Ετυμολογία
μαύρος μεταγενέστερη ελληνική μαῦρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαύρος -η, -ο

✦ που έχει μελανό χρώμα: μαύρος αυτός και τ’ άλογο, μαύρο και το σπαθί του (δημ. τραγ.)
(μτφ. ) δυστυχής, άθλιος: μαύρη ζωή, όλη πίκρα (Κ. Βάρναλης)
✦ φρ. είμαι στις μαύρες μου κ. έχω τις μαύρες μου, είμαι θλιμμένος ή απελπισμένος
✦ κακός, μοχθηρός: μαύρη ψυχή
✦ φασίστας
✦ μαύρο χιούμορ, εύθυμη διάθεση που εκδηλώνεται με κυνικό ή μακάβριο τρόπο
✦ αρσ. κ. θηλ. ως ουσ., νέγρος
✦ αρσ. ως ουσ. μαύρος, άλογο με μελανό χρώμα: κι αντάμα έχουν τους μαύρους των στον πλάτανο δεμένους (δημ. τραγ.)
✦ θηλ. η μαύρη κ. ουδ. το μαύρο ως ουσ., το χασίς
✦ μαύρη αγορά, πώληση εμπορευμάτων που είναι απαγορευμένα ή σπανίζουν σε υπέρογκες τιμές
✦ μαύρο χρήμα, τα χρήματα που αποκτά κάποιος και δεν τα δηλώνει για να φορολογηθούν
✦ μαύρη ήπειρος, η Αφρική – μαύρη φυλή, η νεγροειδής φυλή
✦ μαύρο κουτί, αυτόματη συσκευή που καταγράφει πληροφορίες σχετικές με τη λειτουργία, τα συστήματα πλοήγησης κτλ. κατά την πτήση ενός αεροπλάνου
✦ μαύρη μαγεία, βλ. λ. μαγεία
✦ μαύρη τρύπα, (αστρον.) περιοχή του διαστήματος όπου η βαρύτητα είναι τόσο ισχυρή ώστε είναι αδύνατο να διαφύγει ύλη ή ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
✦ ουδ. μαύρο ως ουσ., (τυπογρ.) το εντονότερο σε γραφική παράσταση και οπτική ένταση τυπογραφικό στοιχείο αλφαβήτου

Συνώνυμα

Αντίθετα
άσπρος ,λευκός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.