μαύρισμα


μαύρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
μαύρισμα μαυρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μαύρισμα

✦ το να κάνει κανείς κάτι μαύρο ή το να γίνεται κάποιος μαύρος
✦ το μαύρο χρώμα που αποκτά κάποιος μετά από έκθεση στον ήλιο: γύρισε μ’ ένα μαύρισμα από τις διακοπές, σωστό μαυροτσούκαλο
✦ καταψήφιση υποψηφίου σε εκλογές: θα τους τιμωρούν με μαύρισμα στις επόμενες εκλογές, ιδίως αν είναι ανίκανοι (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.