μαϊνάρω


μαϊνάρω
Προφορά

Ετυμολογία
μαϊνάρω └βενετ┘ mainar

Ερμηνεία
ρήμα μαϊνάρω

✦ (ναυτ.) χαλαρώνω, ξεσφίγγω: ένα ένα άρχισαν να μπαίνουν στο πόρτο, τα πανιά μαϊνάραν, από μέσα πετούσανε σκοινιά (Στρ. Μυριβήλης) – τα παινιά… οι ναύτες τα μαϊνάραν για να φουχτώσουν τα κουπιά (Π. Πρεβελάκης)
✦ (αμτβ.) κοπάζω, γαληνεύω
✦ μάινα (η προστακτική ως ναυτικό κέλευσμα) υπόστειλε, πάψε, σταμάτα

Συνώνυμα

Αντίθετα
βιράρω ,βίρα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.