μαχαίρι


μαχαίρι
Προφορά

Ετυμολογία
μαχαίρι μεσαιωνική ελληνική μαχαίριν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μαχαίρι

✦ εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα για κόψιμο: κι εκεί έλαμψε το φονικό μαχαίρι πάνω στην καρδιά του (Α. Δικταίος)
✦ χειρουργικό εργαλείο
✦ φρ. είναι στα μαχαίρια, μισούνται θανάσιμα – έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο, δεν υπάρχει άλλο περιθώριο ανεκτικότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.