μαρκαδόρος
Προφορά
Ετυμολογία
μαρκαδόρος μάρκα + └βενετ┘ κατάλ. -dore
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μαρκαδόρος
✦ ειδικό όργανο με μελάνη, για να τυπώνονται μάρκες σε διάφορα αντικείμενα
✦ ειδικό μολύβι
✦ υπάλληλος καφενείου κτλ., που διαχειρίζεται τις μάρκες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–