μαρκάρω


μαρκάρω
Προφορά

Ετυμολογία
μαρκάρω └ιταλ┘marcare

Ερμηνεία
ρήμα μαρκάρω

✦ βάζω μάρκα σε ένα αντικείμενο, σημαδεύω
✦ παίρνω ή δίνω μάρκες
✦ καταγράφω τα ποσά των εισπράξεων
(μτφ. ) διακρίνω μεταξύ πολλών άλλων
✦ (αθλητ.) παρεμποδίζω αντίπαλο παίκτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.