μαριονέτα


μαριονέτα
Προφορά

Ετυμολογία
μαριονέτα └γαλλ┘ marionnette (=αρχικά, μικρό άγαλμα της Παρθένου Μαρίας)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαριονέτα

✦ ολόσωμη θεατρική κούκλα που κινείται με νήματα
(μτφ. ) άνθρωπος χωρίς θέληση, που ενεργεί σύμφωνα με τις επιθυμίες άλλων: θα γίνει εύκολα όργανό σας… θα τον παίζετε στα δάχτυλα σαν μαριονέτα (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.