μαρινάρω


μαρινάρω
Προφορά

Ετυμολογία
μαρινάρω └ιταλ┘marinare (= ταριχεύω)

Ερμηνεία
ρήμα μαρινάρω

✦ μαγειρεύω κρέας ή ψάρια με μαρινάτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.