μαργαριτάρι


μαργαριτάρι
Προφορά

Ετυμολογία
μαργαριτάρι μεσαιωνική ελληνική μαργαριτάριν, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού μαργαρίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μαργαριτάρι

✦ σκληρή υπόλευκη ουσία που εκκρίνεται από διάφορα όστρεα και που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος
✦ καθετί παρόμοιο σε χρώμα και λάμψη
✦ (ειρων.) σοβαρό γλωσσικό ή μεταφραστικό, σφάλμα, ο μαργαρίτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.