μαραίνω
Προφορά
Ετυμολογία
μαραίνω αρχαία ελληνική μαραίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μαραίνω
✦ κάνω ένα φυτό να χάσει τη δροσιά του, να ξεραθεί: εμαράθηκαν τα φύλλα και χειμώνας πλακώνει (Λ. Μαβίλης) – εγώ τα μάρανα τα ρόδα, εγώ το σώπασα τ’ αηδόνι (Κ. Χατζόπουλος)
✦ (μτφ. ) κάνω κάτι να χάσει τη ζωντάνια του, τη φρεσκάδα του: κι ήρθα και σου μάρανα ό,τι δροσερό (Κ. Χατζόπουλος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–