μαρέγκα


μαρέγκα
Προφορά

Ετυμολογία
μαρέγκα └γαλλ┘ mer΄ingue

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαρέγκα

✦ ασπράδι αβγού χτυπημένο με ζάχαρη, χρησιμοποιούμενο σε γλυκίσματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.