μαντεύω
Προφορά
Ετυμολογία
μαντεύω μεταγενέστερη ελληνική μαντεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μαντεύω
✦ προφητεύω τα μέλλοντα ή φανερώνω τα άγνωστα: μαντεύαν από τούτα τα σημεία τα δεινά που τους μέλλουνταν (Π. Πρεβελάκης)
✦ συμπεραίνω
✦ εικάζω, πιθανολογώ: προσπαθούσε συνεχώς να μαντεύσει ή να προαισθανθεί τις επιθυμίες της (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–