μανιακός
Προφορά
Ετυμολογία
μανιακός μανία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μανιακός -ή, -ό
✦ ο κατεχόμενος από μανία, τρελός
✦ παράφορος
✦ παθιασμένος για κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μανιακά, μανιωδώς:σαν κατάδικος που γερνά στη φυλακή κεντώντας στο δέρμα του μανιακά ηδονικές εικόνες (Γ. Σεφέρης)