μανίκι
Προφορά
Ετυμολογία
μανίκι μεσαιωνική ελληνική μανίκι(ο)ν, υποκοριστικό του └λατιν┘ manica
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μανίκι
✦ το μέρος του φορέματος που περιβάλλει τα χέρια, χειρίς
✦ η λαβή κοπτικών ή άλλων οργάνων
✦ (μτφ. ) δύσκολο έργο
✦ (μτφ. ) η συνουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–