μακρύς
Προφορά
Ετυμολογία
μακρύς μεσαιωνική ελληνική μακρύς
Ερμηνεία
μακρύς
✦ -ιά, -ύ επίθ. που έχει αρκετό μάκρος: μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου (Διον. Σολωμός)
✦ (για πρόσ.) ψηλός: ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος (Κ. Καρυωτάκης)
✦ που διαρκεί πολύ: να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κοντός ,σύντομος
Επιρρήματα
–