μακρινάρι
Προφορά
Ετυμολογία
μακρινάρι μακρινός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μακρινάρι
✦ καθετί που έχει μακρουλό σχήμα (π.χ. διάδρομος, εξώστης): κατεβήκαμε στην τράπεζα, μεγάλο μακρινάρι με πάγκους και στενόμακρα τραπέζια (Ν. Καζαντζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–