μαγνητίζω


μαγνητίζω
Προφορά

Ετυμολογία
μαγνητίζω μαγνήτης

Ερμηνεία
ρήμα μαγνητίζω

✦ μετατρέπω κάτι σε μαγνήτη
(μτφ. ) ασκώ γοητεία, έλκω σαν μαγνήτης: τα μάτια μου τετράψηλες κορφές τα μαγνητίζουν (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.